- έκλαμπρος
- -η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπροςο στιλβαδάμας, το μπριγιάντιμσν.1. ένδοξος, ξακουστός2. εγκάρδιος, θερμός3. θαυμαστός, εξαιρετικός4. ζωηρόςαρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.
Dictionary of Greek. 2013.